- αντιδάκτυλος
- ἀντιδάκτυλος, ο (AM)μσν.το χοντρό δάχτυλο του χεριού, ο αντίχειραςαρχ.ο ανεστραμμένος δάκτυλος, ο ανάπαιστος (υυ-).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιδάκτυλος — thumb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδακτύλου — ἀντιδάκτυλος thumb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδάκτυλον — ἀντιδάκτυλος thumb masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
antidáctilo — ► sustantivo masculino POESÍA Anapesto, pie métrico clásico. * * * antidáctilo (del lat. «antidactўlus», del gr. «antidáktylos») m. Métr. *Pie de la métrica griega y latina que consta de dos sílabas breves seguidas de una larga. ≃ Anapesto. * * * … Enciclopedia Universal
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
antidáctilo — (Del lat. antidacty̆lus, y este del gr. ἀντιδάκτυλος). m. Métr. anapesto … Diccionario de la lengua española